συμπεφορημένος

συμπεφορημένος
-η, -ον, Α
αυτός που είναι σφιχτά πιεσμένος μαζί με άλλους.
επίρρ...
συμπεφορημένως Α
1. εκλεκτικά («συμπεφορημένως γέγραφε», Θεόφρ.)
2. στρυμωχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεφορημένος τού συμφορῶ «συγκεντρώνω, συσσωρεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμπεφορημένος — συμφορέω bring together perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφορώ — και αττ. τ. ξυμφορῶ, έω, Α [σύμφορος] 1. συγκεντρώνω, συσσωρεύω, συναθροίζω 2. μέσ. συμφοροῡμαι, έομαι (ιδίως για πτηνό) συλλέγω υλικό για το κτίσιμο τής φωλιάς μου 3. παθ. α) (για ποταμούς) συμβάλλω β) φέρομαι μαζί με κάτι («ὕδατι συμφορέονται» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”