- συμπεφορημένος
- -η, -ον, Ααυτός που είναι σφιχτά πιεσμένος μαζί με άλλους.επίρρ...συμπεφορημένως Α1. εκλεκτικά («συμπεφορημένως γέγραφε», Θεόφρ.)2. στρυμωχτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεφορημένος τού συμφορῶ «συγκεντρώνω, συσσωρεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.